Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρόνον
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρυλέω
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
θυγατριδῆ
θυγατριδοῦς
θυεία
View word page
θρύμμα
θρύμμα θρύμμα, ατος, τό, θρύπτω that which is broken off, a piece, bit, Ar., Anth.

ShortDef

that which is broken off, a piece, bit

Debugging

Headword:
θρύμμα
Headword (normalized):
θρύμμα
Headword (normalized/stripped):
θρυμμα
IDX:
15451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15465
Key:
qru/mma

Data

{'content': 'θρύμμα\n θρύμμα, ατος, τό,\n θρύπτω\n that which is broken off, a piece, bit, Ar., Anth.', 'key': 'qru/mma'}