θρυλίσσω
θρυλίσσω
θρῡλίσσω,
θρῦλος
to crush, shiver, smash:— Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον (Epic for ἐθρυλίχθη) Il.
{ "content": "θρυλίσσω\n θρῡλίσσω,\n θρῦλος\n to crush, shiver, smash:— Pass., θρυλίχθη δὲ μέτωπον (Epic for ἐθρυλίχθη) Il.", "key": "qruli/ssw" }