Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
θρόνον
θρόνος
θρόνωσις
θρόος
θρυαλλίδιον
θρυαλλίς
θρυλέω
θρυλίζω
θρυλίσσω
θρῦλος
θρύμμα
θρύον
θρυπτικός
θρύπτω
θρύψις
θρῴσκω
θρωσμός
θυγάτηρ
View word page
θρυλίζω
θρυλίζω θρῡλίζω, θρῦλος to make a false note, Hhymn.
ShortDef
to make a false note
Debugging
Headword:
θρυλίζω
Headword (normalized):
θρυλίζω
Headword (normalized/stripped):
θρυλιζω
IDX:
15448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15462
Key:
qruli/zw
Data
{'content': 'θρυλίζω\n θρῡλίζω,\n θρῦλος\n to make a false note, Hhymn.', 'key': 'qruli/zw'}