Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θρίγκωμα
θριδάκινος
θρίδαξ
θρίζω
Θρινακίη
θρῖναξ
θρίξ
θρῖον
θρίψ
θροέω
θρόμβος
θρομβώδης
View word page
θριδάκινος
θριδάκινος θρῐδάκῐνος, η, ον of lettuce, Luc. from θρίδαξ (ῐ)

ShortDef

of lettuce

Debugging

Headword:
θριδάκινος
Headword (normalized):
θριδάκινος
Headword (normalized/stripped):
θριδακινος
IDX:
15430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15444
Key:
qrida/kinos

Data

{'content': 'θριδάκινος\n θρῐδάκῐνος, η, ον\n of lettuce, Luc.\n from θρίδαξ (ῐ)', 'key': 'qrida/kinos'}