θριαμβικός
θριαμβικός
θριαμβικός, ή, όν
triumphal, ἀνὴρ θρ. Lat. vir triumphalis, Plut.
{
"content": "θριαμβικός\n θριαμβικός, ή, όν\n triumphal, ἀνὴρ θρ. Lat. vir triumphalis, Plut.",
"key": "qriambiko/s"
}