Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θρίγκωμα
θριδάκινος
θρίδαξ
θρίζω
Θρινακίη
θρῖναξ
View word page
θριαμβικός
θριαμβικός θριαμβικός, ή, όν triumphal, ἀνὴρ θρ. Lat. vir triumphalis, Plut.

ShortDef

triumphal

Debugging

Headword:
θριαμβικός
Headword (normalized):
θριαμβικός
Headword (normalized/stripped):
θριαμβικος
IDX:
15424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15438
Key:
qriambiko/s

Data

{'content': 'θριαμβικός\n θριαμβικός, ή, όν\n triumphal, ἀνὴρ θρ. Lat. vir triumphalis, Plut.', 'key': 'qriambiko/s'}