Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θρίγκωμα
θριδάκινος
θρίδαξ
θρίζω
Θρινακίη
View word page
θριαμβεύω
θριαμβεύω θριαμβεύω, θρίαμβος to triumph, Plut., etc.; θρ. ἀπό τινος or κατά τινος Lat. triumphare de aliquo, Plut.; also, θρ. τινά NTest. to lead in triumph, τινά Plut.

ShortDef

to triumph

Debugging

Headword:
θριαμβεύω
Headword (normalized):
θριαμβεύω
Headword (normalized/stripped):
θριαμβευω
IDX:
15423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15437
Key:
qriambeu/w

Data

{'content': 'θριαμβεύω\n θριαμβεύω,\n θρίαμβος\n to triumph, Plut., etc.; θρ. ἀπό τινος or κατά τινος Lat. triumphare de aliquo, Plut.; also, θρ. τινά NTest.\n to lead in triumph, τινά Plut.', 'key': 'qriambeu/w'}