θριαμβεύω
θριαμβεύω,
θρίαμβος
to triumph, Plut., etc.; θρ. ἀπό τινος or κατά τινος Lat. triumphare de aliquo, Plut.; also, θρ. τινά NTest.
to lead in triumph, τινά Plut.
{'content': 'θριαμβεύω\n θριαμβεύω,\n θρίαμβος\n to triumph, Plut., etc.; θρ. ἀπό τινος or κατά τινος Lat. triumphare de aliquo, Plut.; also, θρ. τινά NTest.\n to lead in triumph, τινά Plut.', 'key': 'qriambeu/w'}