Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
θρίγκωμα
θριδάκινος
View word page
θρησκεύω
θρησκεύω θρησκεύω, fut. -σω θρῆσκος to hold religious observances, observe religiously, Hdt. to be a devotee, Plut.
ShortDef
to hold religious observances, observe religiously
Debugging
Headword:
θρησκεύω
Headword (normalized):
θρησκεύω
Headword (normalized/stripped):
θρησκευω
IDX:
15420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15434
Key:
qrhskeu/w
Data
{'content': 'θρησκεύω\n θρησκεύω,\n fut. -σω\n θρῆσκος\n to hold religious observances, observe religiously, Hdt.\n to be a devotee, Plut.', 'key': 'qrhskeu/w'}