Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρηνέω
θρήνημα
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
θριγκός
θριγκόω
View word page
θρηνῳδός
θρηνῳδός θρην-ῳδός, ὁ, ἀοιδός one who sings a dirge, Arist.
ShortDef
one who sings a dirge
Debugging
Headword:
θρηνῳδός
Headword (normalized):
θρηνῳδός
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδος
IDX:
15418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15432
Key:
qrhnw|do/s
Data
{'content': 'θρηνῳδός\n θρην-ῳδός, ὁ,\n ἀοιδός\n one who sings a dirge, Arist.', 'key': 'qrhnw|do/s'}