Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Θρῄκηθεν
Θρῄκηνδε
θρηνέω
θρήνημα
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
θριγκίον
View word page
θρηνώδης
θρηνώδης θρην-ώδης, ες εἶδος like a dirge, fit for a dirge, Plat.
ShortDef
like a dirge, fit for a dirge
Debugging
Headword:
θρηνώδης
Headword (normalized):
θρηνώδης
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδης
IDX:
15416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15430
Key:
qrhnw/dhs
Data
{'content': 'θρηνώδης\n θρην-ώδης, ες\n εἶδος\n like a dirge, fit for a dirge, Plat.', 'key': 'qrhnw/dhs'}