Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρέττε
Θρῄκηθεν
Θρῄκηνδε
θρηνέω
θρήνημα
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
θρίαμβος
View word page
θρηνῳδέω
θρηνῳδέω θρηνῳδέω, fut. -ήσω to sing a dirge over, τινά Eur.

ShortDef

to sing a dirge over

Debugging

Headword:
θρηνῳδέω
Headword (normalized):
θρηνῳδέω
Headword (normalized/stripped):
θρηνωδεω
IDX:
15415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15429
Key:
qrhnw|de/w

Data

{'content': 'θρηνῳδέω\n θρηνῳδέω,\n fut. -ήσω\n to sing a dirge over, τινά Eur.', 'key': 'qrhnw|de/w'}