Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρεττανελό
θρέττε
Θρῄκηθεν
Θρῄκηνδε
θρηνέω
θρήνημα
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
θρῆσκος
θριαμβευτικός
θριαμβεύω
θριαμβικός
View word page
θρῆνυς
θρῆνυς θρῆνυς, υος *θράω a footstool, Hom. θρ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, the seat of the helmsman or the rowers, Il.

ShortDef

a footstool

Debugging

Headword:
θρῆνυς
Headword (normalized):
θρῆνυς
Headword (normalized/stripped):
θρηνυς
IDX:
15414
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15428
Key:
qrh=nus

Data

{'content': 'θρῆνυς\n θρῆνυς, υος\n *θράω\n a footstool, Hom.\n θρ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, the seat of the helmsman or the rowers, Il.', 'key': 'qrh=nus'}