Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρεπτήριος
θρεπτήρ
θρεπτικός
θρέπτρα
θρεττανελό
θρέττε
Θρῄκηθεν
Θρῄκηνδε
θρηνέω
θρήνημα
θρηνητήρ
θρηνητής
θρηνητικός
θρῆνος
θρῆνυς
θρηνῳδέω
θρηνώδης
θρηνῳδία
θρηνῳδός
θρησκεία
θρησκεύω
View word page
θρηνητήρ
θρηνητήρ θρηνητήρ, ῆρος, from θρηνέω a mourner, wailer, Aesch.
ShortDef
a mourner, wailer
Debugging
Headword:
θρηνητήρ
Headword (normalized):
θρηνητήρ
Headword (normalized/stripped):
θρηνητηρ
IDX:
15410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15424
Key:
qrhnhth/r
Data
{'content': 'θρηνητήρ\n θρηνητήρ, ῆρος,\n from θρηνέω\n a mourner, wailer, Aesch.', 'key': 'qrhnhth/r'}