Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
θράω
θρέμμα
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτήρ
θρεπτικός
θρέπτρα
θρεττανελό
θρέττε
Θρῄκηθεν
Θρῄκηνδε
View word page
θρέομαι
θρέομαι .θρέομαι, Dep., to cry aloud, shriek forth, Aesch., Eur. only in pres.

ShortDef

to cry aloud, shriek forth

Debugging

Headword:
θρέομαι
Headword (normalized):
θρέομαι
Headword (normalized/stripped):
θρεομαι
IDX:
15397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15410
Key:
qre/omai

Data

{'content': 'θρέομαι\n .θρέομαι,\n \n Dep., to cry aloud, shriek forth, Aesch., Eur.\n only in pres.', 'key': 'qre/omai'}