Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
θράω
θρέμμα
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτήρ
θρεπτικός
θρέπτρα
θρεττανελό
θρέττε
Θρῄκηθεν
View word page
θρέμμα
θρέμμα θρέμμα, ατος, τό, τρέφω a nursling, creature, of sheep and goats, Xen., Plat. of men, Soph., etc. of wild beasts, Soph. as a term of reproach, a creature, θρέμματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.; ὦ θρέμμʼ ἀναιδές Soph. ὕδρας θρ., periphr. for ὕδρα, Soph.

ShortDef

a nursling, creature

Debugging

Headword:
θρέμμα
Headword (normalized):
θρέμμα
Headword (normalized/stripped):
θρεμμα
IDX:
15396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15409
Key:
qre/mma

Data

{'content': 'θρέμμα\n θρέμμα, ατος, τό,\n τρέφω\n a nursling, creature, of sheep and goats, Xen., Plat.\n of men, Soph., etc.\n of wild beasts, Soph.\n as a term of reproach, a creature, θρέμματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.; ὦ θρέμμʼ ἀναιδές Soph.\n ὕδρας θρ., periphr. for ὕδρα, Soph.', 'key': 'qre/mma'}