Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
θράω
θρέμμα
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
θρεπτήριος
θρεπτήρ
θρεπτικός
θρέπτρα
View word page
θραῦσμα
θραῦσμα that which is broken, a fragment, wreck, piece, Aesch. from *θραύω
ShortDef
that which is broken, a fragment, wreck, piece
Debugging
Headword:
θραῦσμα
Headword (normalized):
θραῦσμα
Headword (normalized/stripped):
θραυσμα
IDX:
15393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15406
Key:
qrau=sma
Data
{'content': 'θραῦσμα\n that which is broken, a fragment, wreck, piece, Aesch.\n from *θραύω', 'key': 'qrau=sma'}