Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
θράω
θρέμμα
θρέομαι
θρέπτειρα
θρεπτέος
View word page
θρασύστομος
θρασύστομος θρᾰσύ-στομος, ον στόμα bold of tongue, insolent, Aesch.

ShortDef

bold of tongue, insolent

Debugging

Headword:
θρασύστομος
Headword (normalized):
θρασύστομος
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομος
IDX:
15389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15402
Key:
qrasu/stomos

Data

{'content': 'θρασύστομος\n θρᾰσύ-στομος, ον\n στόμα\n bold of tongue, insolent, Aesch.', 'key': 'qrasu/stomos'}