Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
θράω
θρέμμα
θρέομαι
θρέπτειρα
View word page
θρασυστομία
θρασυστομία θρᾰσυστομία, ἡ, insolence, Anth. from θρᾰσύστομος

ShortDef

insolence

Debugging

Headword:
θρασυστομία
Headword (normalized):
θρασυστομία
Headword (normalized/stripped):
θρασυστομια
IDX:
15388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15401
Key:
qrasustomi/a

Data

{'content': 'θρασυστομία\n θρᾰσυστομία, ἡ,\n insolence, Anth.\n from θρᾰσύστομος', 'key': 'qrasustomi/a'}