Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλοσε
ἄλλος
ἄλλοτε
ἀλλοτριοεπίσκοπος
View word page
ἀλλόθροος
ἀλλόθροος speaking a strange tongue, Od.; generally, foreign, strange, alien, Hdt., Trag.
ShortDef
speaking a strange tongue
Debugging
Headword:
ἀλλόθροος
Headword (normalized):
ἀλλόθροος
Headword (normalized/stripped):
αλλοθροος
IDX:
1540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1540
Key:
a)llo/qroos
Data
{'content': 'ἀλλόθροος\n speaking a strange tongue, Od.; generally, foreign, strange, alien, Hdt., Trag.', 'key': 'a)llo/qroos'}