Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
θρασύσπλαγχνος
θρασυστομέω
θρασυστομία
θρασύστομος
θρασύτης
θρασύχειρ
θραυσάντυξ
θραῦσμα
θραύω
View word page
θρασυπτόλεμος
θρασυπτόλεμος θρασυ-πτόλεμος, ον bold in war, Anth.

ShortDef

bold in war

Debugging

Headword:
θρασυπτόλεμος
Headword (normalized):
θρασυπτόλεμος
Headword (normalized/stripped):
θρασυπτολεμος
IDX:
15384
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15397
Key:
qrasupto/lemos

Data

{'content': 'θρασυπτόλεμος\n θρασυ-πτόλεμος, ον\n bold in war, Anth.', 'key': 'qrasupto/lemos'}