Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θρανεύομαι
θρανίτης
θρᾶνος
Θρᾷξ
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
θρασύς
View word page
θρασυκάρδιος
θρασυκάρδιος θρᾰσυ-κάρδιος, ον καρδία bold of heart, Il.
ShortDef
bold of heart
Debugging
Headword:
θρασυκάρδιος
Headword (normalized):
θρασυκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
θρασυκαρδιος
IDX:
15375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15388
Key:
qrasuka/rdios
Data
{'content': 'θρασυκάρδιος\n θρᾰσυ-κάρδιος, ον\n καρδία\n bold of heart, Il.', 'key': 'qrasuka/rdios'}