Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Θρᾳκιστί
θρανεύομαι
θρανίτης
θρᾶνος
Θρᾷξ
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
θρασύμαχος
θρασυμέμνων
θρασυμήδης
θρασύμητις
θρασυμήχανος
θρασύμυθος
θρασύνω
θρασύπονος
θρασυπτόλεμος
View word page
θρασύδειλος
θρασύδειλος θρᾰσύ-δειλος, ὁ, ἡ, an impudent coward, Arist.

ShortDef

an impudent coward

Debugging

Headword:
θρασύδειλος
Headword (normalized):
θρασύδειλος
Headword (normalized/stripped):
θρασυδειλος
IDX:
15374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15387
Key:
qrasu/deilos

Data

{'content': 'θρασύδειλος\n θρᾰσύ-δειλος, ὁ, ἡ,\n an impudent coward, Arist.', 'key': 'qrasu/deilos'}