Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόωσα
Θρᾴκη
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
θρανεύομαι
θρανίτης
θρᾶνος
Θρᾷξ
θράσος
Θρᾷσσα
θράσσω
θρασύβουλος
θρασύγυιος
θρασύδειλος
θρασυκάρδιος
View word page
θρανεύομαι
θρανεύομαι θρᾱνεύομαι, θρᾶνος to be stretched on the tannerʼs board, to be tanned, Ar.
ShortDef
to be stretched on the tanner's board, to be tanned
Debugging
Headword:
θρανεύομαι
Headword (normalized):
θρανεύομαι
Headword (normalized/stripped):
θρανευομαι
IDX:
15365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15378
Key:
qraneu/omai
Data
{'content': 'θρανεύομαι\n θρᾱνεύομαι,\n θρᾶνος\n to be stretched on the tannerʼs board, to be tanned, Ar.', 'key': 'qraneu/omai'}