Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόωσα
Θρᾴκη
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
θρανεύομαι
θρανίτης
θρᾶνος
Θρᾷξ
View word page
θούριος
θούριος θούριος, α, ον in Attic Poets for θοῦρος, Aesch., etc.
ShortDef
(adj.) of Thurii, (n.pl.) the city of Thurii
Debugging
Headword:
θούριος
Headword (normalized):
θούριος
Headword (normalized/stripped):
θουριος
IDX:
15358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15371
Key:
qou/rios
Data
{'content': 'θούριος\n θούριος, α, ον\n in Attic Poets for θοῦρος, Aesch., etc.', 'key': 'qou/rios'}