Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀλληλοφόνοι
ἀλλήλων
ἄλλῃ
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
ἄλλοσε
View word page
ἀλλοειδής
ἀλλοειδής εἶδος of strange appearance, neut. pl. ἀλλοειδέα (which must be long-long-long), or ἀλλοϊδέα (which must be long-short-short-long), Od.

ShortDef

of strange appearance

Debugging

Headword:
ἀλλοειδής
Headword (normalized):
ἀλλοειδής
Headword (normalized/stripped):
αλλοειδης
IDX:
1537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1537
Key:
a)lloeidh/s

Data

{'content': 'ἀλλοειδής\n εἶδος\n of strange appearance, neut. pl. ἀλλοειδέα (which must be long-long-long), or ἀλλοϊδέα (which must be long-short-short-long), Od.', 'key': 'a)lloeidh/s'}