Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόωσα
Θρᾴκη
Θρᾴκιος
Θρᾳκιστί
View word page
θορυβοποιός
θορυβοποιός θορῠβο-ποιός, όν ποιέω making an uproar, Plut.

ShortDef

making an uproar

Debugging

Headword:
θορυβοποιός
Headword (normalized):
θορυβοποιός
Headword (normalized/stripped):
θορυβοποιος
IDX:
15354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15367
Key:
qorubopoio/s

Data

{'content': 'θορυβοποιός\n θορῠβο-ποιός, όν\n ποιέω\n making an uproar, Plut.', 'key': 'qorubopoio/s'}