Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
Θόωσα
Θρᾴκη
Θρᾴκιος
View word page
θορυβητικός
θορυβητικός θορῠβητικός, ή, όν uproarious, turbulent, Ar.
ShortDef
uproarious, turbulent
Debugging
Headword:
θορυβητικός
Headword (normalized):
θορυβητικός
Headword (normalized/stripped):
θορυβητικος
IDX:
15353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15366
Key:
qorubhtiko/s
Data
{'content': 'θορυβητικός\n θορῠβητικός, ή, όν\n uproarious, turbulent, Ar.', 'key': 'qorubhtiko/s'}