Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
θούριος
θοῦρις
θοῦρος
View word page
θορός
θορός θορός, ὁ, semen genitale, Hdt.
ShortDef
sperm
Debugging
Headword:
θορός
Headword (normalized):
θορός
Headword (normalized/stripped):
θορος
IDX:
15350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15363
Key:
qoro/s
Data
{'content': 'θορός\n θορός, ὁ,\n semen genitale, Hdt.', 'key': 'qoro/s'}