Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
Θουριόμαντις
View word page
θορή
θορή θορή, ἡ, = θορός, Hdt. Θορῐκόνδε, adv.
ShortDef
sperm
Debugging
Headword:
θορή
Headword (normalized):
θορή
Headword (normalized/stripped):
θορη
IDX:
15347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15360
Key:
qorh/
Data
{'content': 'θορή\n θορή, ἡ,\n = θορός, Hdt.\n Θορῐκόνδε, adv.', 'key': 'qorh/'}