Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλληλοφονία
ἀλληλοφόνοι
ἀλλήλων
ἄλλῃ
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
ἅλλομαι
ἀλλοπρόσαλλος
View word page
ἀλλοδαπός
ἀλλοδαπός ἄλλος, v. ποδαπός belonging to another people or land, foreign, strange, Hom., etc.
ShortDef
belonging to another people
Debugging
Headword:
ἀλλοδαπός
Headword (normalized):
ἀλλοδαπός
Headword (normalized/stripped):
αλλοδαπος
IDX:
1536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1536
Key:
a)llodapo/s
Data
{'content': 'ἀλλοδαπός\n ἄλλος, v. ποδαπός\n belonging to another people or land, foreign, strange, Hom., etc.', 'key': 'a)llodapo/s'}