Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
θόρυβος
θορυβώδης
View word page
θοόω
θοόω θοόω, fut. -ώσω θοός II to make sharp or pointed, Od.

ShortDef

to make sharp

Debugging

Headword:
θοόω
Headword (normalized):
θοόω
Headword (normalized/stripped):
θοοω
IDX:
15346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15359
Key:
qoo/w

Data

{'content': 'θοόω\n θοόω,\n fut. -ώσω\n θοός II\n to make sharp or pointed, Od.', 'key': 'qoo/w'}