Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
θορυβέω
θορυβητικός
θορυβοποιός
View word page
θολόω
θολόω from θολός θολόω, fut. -ώσω to make turbid, properly of water: metaph., θ. καρδίαν Eur.

ShortDef

to make turbid

Debugging

Headword:
θολόω
Headword (normalized):
θολόω
Headword (normalized/stripped):
θολοω
IDX:
15344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15357
Key:
qolo/w

Data

{'content': 'θολόω\n from θολός\n θολόω,\n fut. -ώσω\n to make turbid, properly of water: metaph., θ. καρδίαν Eur.', 'key': 'qolo/w'}