Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θοινάζω
θοίναμα
θοινατήριον
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
θορυβάζομαι
View word page
θολία
θολία θολία, ἡ, θόλος a conical hat with a broad brim to keep the sun off, Theocr. from θόλος
ShortDef
a conical hat with a broad brim
Debugging
Headword:
θολία
Headword (normalized):
θολία
Headword (normalized/stripped):
θολια
IDX:
15341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15354
Key:
qoli/a1
Data
{'content': 'θολία\n θολία, ἡ,\n θόλος\n a conical hat with a broad brim to keep the sun off, Theocr.\n from θόλος', 'key': 'qoli/a1'}