Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θοάζω
θοινάζω
θοίναμα
θοινατήριον
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
Θορικόνδε
θόρνυμαι
θορός
View word page
θολερός
θολερός θολερός, ά, όν θολός muddy, foul, thick, troubled, Lat. turbidus, properly of water, Hdt., Thuc., etc. metaph. troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι Aesch.; θολερῷ χειμῶνι with turbid storm of madness, Soph.

ShortDef

muddy, foul, thick, troubled

Debugging

Headword:
θολερός
Headword (normalized):
θολερός
Headword (normalized/stripped):
θολερος
IDX:
15340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15353
Key:
qolero/s

Data

{'content': 'θολερός\n θολερός, ά, όν\n θολός\n muddy, foul, thick, troubled, Lat. turbidus, properly of water, Hdt., Thuc., etc.\n metaph. troubled by passion or madness, θολεροὶ λόγοι Aesch.; θολερῷ χειμῶνι with turbid storm of madness, Soph.', 'key': 'qolero/s'}