Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θοάζω
θοινάζω
θοίναμα
θοινατήριον
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
θολός
θολόω
θοός
θοόω
θορή
View word page
θοινάω
θοινάω θοινάω, fut. -ήσω θοίνη to feast on, eat, ἰχθῦς Hes. to feast, entertain, φίλους Eur.; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος ἐθοίνησε the feast, which he gave him, Hdt. Mid. and Pass., fut. ήσομαι and άσομαι [ᾱ]: aor1 ἐθοινήθην and -ησάμην· perf. τεθοίνᾱμαι:— absol. to be feasted, to feast, banquet, Hom., Od., Eur.:—c. acc. to feast on, Eur.; so c. gen., Anth.

ShortDef

to feast on, eat

Debugging

Headword:
θοινάω
Headword (normalized):
θοινάω
Headword (normalized/stripped):
θοιναω
IDX:
15337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15350
Key:
qoina/w

Data

{'content': 'θοινάω\n θοινάω,\n fut. -ήσω\n θοίνη\n to feast on, eat, ἰχθῦς Hes.\n to feast, entertain, φίλους Eur.; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος ἐθοίνησε the feast, which he gave him, Hdt.\n Mid. and Pass., fut. ήσομαι and άσομαι [ᾱ]: aor1 ἐθοινήθην and -ησάμην· perf. τεθοίνᾱμαι:— absol. to be feasted, to feast, banquet, Hom., Od., Eur.:—c. acc. to feast on, Eur.; so c. gen., Anth.', 'key': 'qoina/w'}