Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θι
θίς
θλάω
θλίβω
θνῄσκω
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θοάζω
θοινάζω
θοίναμα
θοινατήριον
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
θολερός
θολία
θόλος
View word page
θοίναμα
θοίναμα θοίνᾱμα, ατος, τό, θοινάω a meal, feast, Eur.
ShortDef
a meal, feast
Debugging
Headword:
θοίναμα
Headword (normalized):
θοίναμα
Headword (normalized/stripped):
θοιναμα
IDX:
15332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15345
Key:
qoi/nama
Data
{'content': 'θοίναμα\n θοίνᾱμα, ατος, τό,\n θοινάω\n a meal, feast, Eur.', 'key': 'qoi/nama'}