Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θίασος
θιασώτης
θιγγάνω
θι
θίς
θλάω
θλίβω
θνῄσκω
θνητογενής
θνητοειδής
θνητός
θοάζω
θοινάζω
θοίναμα
θοινατήριον
θοινατήρ
θοινατικός
θοινάτωρ
θοινάω
θοίνη
θοινήτωρ
View word page
θνητός
θνητός θνητός, ή, όν θνῄσκω liable to death, mortal, Hom., etc.:—as Subst., θνητοί mortals, Od., Trag. of things, befitting mortals, human, Pind., Eur., etc.
ShortDef
liable to death, mortal
Debugging
Headword:
θνητός
Headword (normalized):
θνητός
Headword (normalized/stripped):
θνητος
IDX:
15329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15342
Key:
qnhto/s
Data
{'content': 'θνητός\n θνητός, ή, όν\n θνῄσκω\n liable to death, mortal, Hom., etc.:—as Subst., θνητοί mortals, Od., Trag.\n of things, befitting mortals, human, Pind., Eur., etc.', 'key': 'qnhto/s'}