Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀλληλοφαγία
ἀλληλοφάγος
ἀλληλοφονία
ἀλληλοφόνοι
ἀλλήλων
ἄλλῃ
ἄλλιστος
ἀλλιτάνευτος
ἀλλογενής
ἀλλόγλωσσος
ἀλλογνοέω
ἀλλόγνωτος
ἀλλοδαπός
ἀλλοειδής
ἄλλοθεν
ἄλλοθι
ἀλλόθροος
ἀλλοῖος
ἀλλοιόω
ἀλλοίωσις
ἀλλόκοτος
View word page
ἀλλογνοέω
ἀλλογνοέω γιγνώσκω to take one for another, not know, ἀλλογνώσας (Ionic for ἀλλογνοήσας) Hdt.
ShortDef
to take one for another, not know
Debugging
Headword:
ἀλλογνοέω
Headword (normalized):
ἀλλογνοέω
Headword (normalized/stripped):
αλλογνοεω
IDX:
1534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1534
Key:
a)llognoe/w
Data
{'content': 'ἀλλογνοέω\n γιγνώσκω\n to take one for another, not know, ἀλλογνώσας (Ionic for ἀλλογνοήσας) Hdt.', 'key': 'a)llognoe/w'}