Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
θηροτρόφος
θηρότροφος
θηροφόνος
θήρ
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
Θησεῖδαι
Θησεῖον
Θησεύς
Θησηΐς
θής
θῆσσα
θῆσσα
θῆτα
θητεία
View word page
θησαυροποιός
θησαυροποιός θησαυρο-ποιός, όν ποιέω laying up in store, Plat.

ShortDef

laying up in store

Debugging

Headword:
θησαυροποιός
Headword (normalized):
θησαυροποιός
Headword (normalized/stripped):
θησαυροποιος
IDX:
15304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15317
Key:
qhsauropoio/s

Data

{'content': 'θησαυροποιός\n θησαυρο-ποιός, όν\n ποιέω\n laying up in store, Plat.', 'key': 'qhsauropoio/s'}