θηροτρόφος
θηροτρόφος
θηρο-τρόφος, ον
cf. θηρότροφος
τρέφω
feeding wild beasts, Eur.
{
"content": "θηροτρόφος\n θηρο-τρόφος, ον\n cf. θηρότροφος\n τρέφω\n feeding wild beasts, Eur.",
"key": "qhrotro/fos"
}