Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
θηροτρόφος
θηρότροφος
θηροφόνος
θήρ
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
Θησεῖδαι
Θησεῖον
View word page
θηροτρόφος
θηροτρόφος θηρο-τρόφος, ον cf. θηρότροφος τρέφω feeding wild beasts, Eur.
ShortDef
feeding wild beasts
Debugging
Headword:
θηροτρόφος
Headword (normalized):
θηροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
θηροτροφος
IDX:
15297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15310
Key:
qhrotro/fos
Data
{'content': 'θηροτρόφος\n θηρο-τρόφος, ον\n cf. θηρότροφος\n τρέφω\n feeding wild beasts, Eur.', 'key': 'qhrotro/fos'}