Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
θηροτρόφος
θηρότροφος
θηροφόνος
θήρ
θησαυρίζω
θησαύρισμα
θησαυρισμός
θησαυροποιός
θησαυρός
View word page
θηροσύνη
θηροσύνη θηροσύνη, ἡ, θήρ the chase, Anth.

ShortDef

the chase

Debugging

Headword:
θηροσύνη
Headword (normalized):
θηροσύνη
Headword (normalized/stripped):
θηροσυνη
IDX:
15295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15308
Key:
qhrosu/nh

Data

{'content': 'θηροσύνη\n θηροσύνη, ἡ,\n θήρ\n the chase, Anth.', 'key': 'qhrosu/nh'}