Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
θηροτρόφος
θηρότροφος
View word page
θηρόθυμος
θηρόθυμος θηρό-θῡμος, ον with brutal mind, brutal, Anth.
ShortDef
with brutal mind, brutal
Debugging
Headword:
θηρόθυμος
Headword (normalized):
θηρόθυμος
Headword (normalized/stripped):
θηροθυμος
IDX:
15288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15301
Key:
qhro/qumos
Data
{'content': 'θηρόθυμος\n θηρό-θῡμος, ον\n with brutal mind, brutal, Anth.', 'key': 'qhro/qumos'}