Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγεννής
ἀγέννητος
ἄγε
ἀγέραστος
ἄγερσις
ἀγέρωχος
ἀγέστρατος
ἄγευστος
ἀγηλατέω
ἄγημα
ἀγηνορία
ἀγήνωρ
ἄγη
ἀγή
ἀγήραος
ἀγησίλαος
ἀγησίχορος
ἀγητός
ἁγιασμός
ἁγίζω
ἀγινέω
View word page
ἀγηνορία
ἀγηνορία From ἀγήνωρ. manliness, manhood, courage, Il.

ShortDef

manliness, manhood, courage

Debugging

Headword:
ἀγηνορία
Headword (normalized):
ἀγηνορία
Headword (normalized/stripped):
αγηνορια
IDX:
153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n153
Key:
a)ghnori/a

Data

{'content': 'ἀγηνορία\n From ἀγήνωρ.\n manliness, manhood, courage, Il.', 'key': 'a)ghnori/a'}