Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
θηροσύνη
θηροτόκος
View word page
θηροβολέω
θηροβολέω θηρο-βολέω, fut. -ήσω βάλλω to slay wild beasts, Soph.

ShortDef

to slay wild beasts

Debugging

Headword:
θηροβολέω
Headword (normalized):
θηροβολέω
Headword (normalized/stripped):
θηροβολεω
IDX:
15286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15299
Key:
qhrobole/w

Data

{'content': 'θηροβολέω\n θηρο-βολέω,\n fut. -ήσω\n βάλλω\n to slay wild beasts, Soph.', 'key': 'qhrobole/w'}