Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
θηροσύνη
View word page
θηρίωσις
θηρίωσις θηρίωσις, εως θηριόω a turning into a beast, Luc.

ShortDef

a turning into a beast

Debugging

Headword:
θηρίωσις
Headword (normalized):
θηρίωσις
Headword (normalized/stripped):
θηριωσις
IDX:
15285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15298
Key:
qhri/wsis

Data

{'content': 'θηρίωσις\n θηρίωσις, εως\n θηριόω\n a turning into a beast, Luc.', 'key': 'qhri/wsis'}