Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
θηρονόμος
θηροσκόπος
View word page
θηριωδία
θηριωδία θηριωδία, ἡ, = θηριότης, Arist.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
θηριωδία
Headword (normalized):
θηριωδία
Headword (normalized/stripped):
θηριωδια
IDX:
15284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15297
Key:
qhriwdi/a
Data
{'content': 'θηριωδία\n θηριωδία, ἡ,\n = θηριότης, Arist.', 'key': 'qhriwdi/a'}