Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
θηρομιγής
View word page
θηριόω
θηριόω θηριόω, fut. -ώσω θήριον to make into a wild beast.

ShortDef

to make into a wild beast

Debugging

Headword:
θηριόω
Headword (normalized):
θηριόω
Headword (normalized/stripped):
θηριοω
IDX:
15282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15295
Key:
qhrio/w

Data

{'content': 'θηριόω\n θηριόω,\n fut. -ώσω\n θήριον\n to make into a wild beast.', 'key': 'qhrio/w'}