Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
θηροκτόνος
θηρολέτης
θηρόλετος
View word page
θηριότης
θηριότης from θηρίον θηριότης, ητος, the nature of a beast, brutality, Arist.

ShortDef

the nature of a beast, brutality

Debugging

Headword:
θηριότης
Headword (normalized):
θηριότης
Headword (normalized/stripped):
θηριοτης
IDX:
15281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15294
Key:
qhrio/ths

Data

{'content': 'θηριότης\n from θηρίον\n θηριότης, ητος,\n the nature of a beast, brutality, Arist.', 'key': 'qhrio/ths'}