Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
θηρόβοτος
θηρόθυμος
View word page
θηρευτός
θηρευτός θηρευτός, ή, όν = θηρατός, Arist. from θηρεύω
ShortDef
catchable, attainable
Debugging
Headword:
θηρευτός
Headword (normalized):
θηρευτός
Headword (normalized/stripped):
θηρευτος
IDX:
15278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15291
Key:
qhreuto/s
Data
{'content': 'θηρευτός\n θηρευτός, ή, όν\n = θηρατός, Arist.\n from θηρεύω', 'key': 'qhreuto/s'}