Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
θηροβολέω
View word page
θηρευτής
θηρευτής θηρευτής, οῦ, θηρεύω = θηρατής, a hunter, huntsman, Il.; κυσὶ θηρευτῇσι Il.; also of a fisher, Hdt.
ShortDef
a hunter, huntsman
Debugging
Headword:
θηρευτής
Headword (normalized):
θηρευτής
Headword (normalized/stripped):
θηρευτης
IDX:
15276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15289
Key:
qhreuth/s
Data
{'content': 'θηρευτής\n θηρευτής, οῦ,\n θηρεύω\n = θηρατής,\n a hunter, huntsman, Il.; κυσὶ θηρευτῇσι Il.; also of a fisher, Hdt.', 'key': 'qhreuth/s'}