Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

θηράσιμος
θηρατέος
θηρατήρ
θηρατής
θηρατικός
θήρατρον
θηράτωρ
θηράω
θήρειος
θήρευμα
θήρευσις
θηρευτής
θηρευτικός
θηρευτός
θηρεύω
θηρίον
θηριότης
θηριόω
θηριώδης
θηριωδία
θηρίωσις
View word page
θήρευσις
θήρευσις θήρευσις, εως θηρεύω hunting, the chase, Plat.

ShortDef

hunting, the chase

Debugging

Headword:
θήρευσις
Headword (normalized):
θήρευσις
Headword (normalized/stripped):
θηρευσις
IDX:
15275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n15288
Key:
qh/reusis

Data

{'content': 'θήρευσις\n θήρευσις, εως\n θηρεύω\n hunting, the chase, Plat.', 'key': 'qh/reusis'}